- διπλωματική
- Επιστήμη η οποία με τη βοήθεια άλλων κλάδων, όπως η παλαιογραφία, η χρονολογία, η σφραγιδογραφία και η ιστορία του δικαίου, μελετά τα έγγραφα (διπλώματα) και καθορίζει τα απαραίτητα κριτήρια για την εξακρίβωση της αυθεντικότητάς τους, με σκοπό να προσδιορίσει την αξία τους ως ιστορικών μαρτυριών.
Ο όρος δίπλωμα (στην κυριολεξία έγγραφο διπλωμένο στα δύο) χρησιμοποιήθηκε ορισμένες φορές, κατά την κλασική αρχαιότητα, για να υποδηλώσει τα κείμενα που ήταν γραμμένα σε δύο πινακίδες, συναρμοσμένες μεταξύ τους. Η κοινή χρήση της λέξης δίπλωμα, όμως, οφείλεται στην έκδοση της πρώτης μεγάλης πραγματείας που αναφέρεται στην επιστήμη αυτή, με τον τίτλο Περί διπλωματικής (1681) από τον Μαμπιγιόν.
Στην πράξη η δ. συνηθιζόταν από πολύ παλιά για τη διάκριση του γνήσιου εγγράφου από το πλαστό, αλλά οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν μια ιστορική μέθοδο κατά την εξέταση των εγγράφων υπήρξαν οι ουμανιστές: έτσι ο Λορέντσο Βάλα απέδειξε ότι η περίφημη Δωρεά του Κωνσταντίνου ήταν πλαστή. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στα ρεύματα της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης έδωσαν μεγάλη ώθηση στις μελέτες της δ. Οι συγγραφείς των Μαγδεμβουργίων Εκατονταετηρίδων ανέλαβαν τη συγγραφή μιας ιστορίας της Εκκλησίας, μελετώντας τα κείμενα που χαρακτηρίζονταν από εχθρική διάθεση προς την Αγία Έδρα· απάντηση σε αυτούς υπήρξε το έργο Εκκλησιαστικά χρονικά του καρδινάλιου Μπαρόνιο, στο οποίο ο συγγραφέας του υπέβαλε σε κριτικό έλεγχο τεράστιο όγκο εγγράφων για να υποστηρίξει τα δικαιώματα της Εκκλησίας της Ρώμης.
Αργότερα, όταν η διαμάχη επικεντρώθηκε γύρω από ειδικές ομάδες κειμένων και ξεκίνησαν οι ατέλειωτες συζητήσεις, που αργότερα, κατά τον 17ο αι., οδήγησαν στους περίφημους διπλωματικούς πολέμους, τέθηκαν οι βάσεις του νέου αυτού επιστημονικού κλάδου, ο οποίος, ενώ στη Γερμανία πήρε πρακτική μορφή –την επικύρωση δηλαδή ορισμένων δικαιωμάτων– στη Γαλλία και στο Βέλγιο επεδίωξε σαφώς επιστημονικούς σκοπούς. Ονομαστές υπήρξαν οι φιλολογικές έριδες μεταξύ της αδελφότητας των Μαυρίνων μοναχών στη Γαλλία από τη μία πλευρά, οι οποίοι είχαν επιδοθεί στη μελέτη των κειμένων που αφορούσαν την ιστορία του τάγματος, και της επιστημονικής εταιρείας που είχε ιδρύσει στην Αμβέρσα ο ιησουίτης Ζαν Μπολάν από την άλλη, ο οποίος είχε αρχίσει μια κολοσσιαία προσπάθεια που απέβλεπε στην επισήμανση και στη δημοσίευση των γνήσιων ιστορικών πηγών για τη ζωή των αγίων (η προσπάθεια αυτή συνεχίζεται έως σήμερα).
Με στόχο να απαντήσει στον ιησουίτη Ντανιέλ Βαν Πάπενμπρεκ, ο οποίος με την υπερβολική αυστηρότητα της κριτικής του είχε εμφανίσει πλαστά τα παλαιά κείμενα των Βενεδικτίνων, o Ζαν Μαμπιγιόν εξέδωσε το 1681 το έργο Περί διπλωματικής βιβλία 6, το οποίο είχε μάλλον επιστημονικό παρά πολεμικό χαρακτήρα· η μέθοδος που εγκαινίασε θεωρείται ακόμα και σήμερα έγκυρη, ειδικά σε ό,τι αφορά τη γενική δ. Ακολουθώντας το παράδειγμά του και άλλοι ερευνητές ανέλαβαν να μελετήσουν κείμενα που αφορούσαν άλλες χώρες. Έτσι, o Μουρατόρι στην Ιταλία διατύπωσε τις αρχές της δ. σε δύο διατριβές στη σειρά των ιταλικών αρχαιοτήτων του Μεσαίωνα, ενώ ο Μαφέι σχεδίαζε να γράψει μια πραγματεία ειδικής δ.
Στα μέσα του 18ου αι. μία νέα διαμάχη έδωσε την ευκαιρία στους Μαυρίνους μοναχούς να εκπονήσουν μια άλλη πραγματεία για τη συμπλήρωση των κενών που είχε αφήσει ο Μαμπιγιόν: πρόκειται για τη Νέα πραγματεία διπλωματικής των Τασέν και Τουστέν, η οποία είναι χρήσιμη ακόμη και σήμερα. Από την πραγματεία αυτή και από το έργο του Μαμπιγιόν άντλησαν όλα τα εγχειρίδια δ. στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ιταλία έως τα μέσα του 19ου αι.
Η Γαλλική επανάσταση ανέκοψε τις σπουδές σχετικά με τη δ. Ωστόσο, με την κατάργηση της φεουδαρχίας και τη δημοσιοποίηση των διαφόρων αρχείων, τα έγγραφα αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο σπουδής, όχι τόσο για να χρησιμεύσουν στη διασφάλιση δικαιωμάτων όσο για την ιστορική τους αξία. Η εφεύρεση της φωτογραφίας, που προσέφερε τη δυνατότητα παραβολής των εγγράφων διαφόρων χωρών, προήγαγε τις έρευνες. Οπωσδήποτε, οι συγγραφείς πραγματειών του 18ου και 19ου αι. (Άντζελο Φουμαγκάλι, Ναταλί ντε Βεγί, Αντρέα Γκλόρια κλπ.) ακολούθησαν την κατεύθυνση που είχε χαράξει η Νέα πραγματεία. Η περίοδος της ειδικής δ. ξεκίνησε το 1826, με την έκδοση μιας εκτενούς συλλογής ιστορικών πηγών με τίτλο Ιστορικά μνημεία της Γερμανίας. Η άνθηση επιστημονικών αποστολών και ιστορικών ινστιτούτων και εταιρειών που σημειώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη (η πιο φημισμένη από όλες είναι η École des Chartes, δηλαδή Σχολή Χαρτών, στο Παρίσι) ευνόησε τις ειδικές έρευνες διαπρεπών ερευνητών στις διάφορες ομάδες κειμένων. Διεθνούς σημασίας είναι οι μελέτες του Γιόχαν Φρίντριχ Μπέμερ, του Φιλίπ Γιαφέ, του Αυγούστου Πότχαστ, του Γιούλιους φον Φίκερ κ.ά. Στο μεταξύ, συνεχίστηκε η συγγραφή σημαντικών εγχειριδίων, όπως του Χάρι Μπρεσλάου, του Αρτίρ Ζιρί και του Τσέζαρε Πάολι. Η δ. είχε εισαχθεί σε όλα τα πανεπιστήμια. Ο Λουίτζι Σκιαπαρέλι προσέφερε το τέλειο υπόδειγμα της κριτικής έκδοσης με τα Διπλώματα των βασιλέων της Ιταλίας και με τον Λογγοβαρδικό διπλωματικό κώδικα.
Οι γενικές αυτές αρχές και μέθοδοι της δ. εφαρμόστηκαν και στη μελέτη, έκδοση και αξιολόγηση των ελληνικών παλαιών εγγράφων: χρυσόβουλων των βυζαντινών αυτοκρατόρων, πατριαρχικών σιγιλίων και ποικίλων άλλων εγγράφων που εξέδιδαν οι πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές του Βυζαντίου. Η ιδιοτυπία όμως των εγγράφων αυτών, καθώς και η διαφορετική γραφειοκρατική οργάνωση του βυζαντινού κράτους, υπαγόρευσαν την προσαρμογή των γενικών κανόνων της δ. στις ανάγκες που απαιτούσε η μελέτη του υλικού αυτού. Σήμερα η βυζαντινή δ. έχει διαμορφωθεί ως κλάδος της βυζαντινολογίας, χάρη κυρίως στις σχετικές εργασίες διαφόρων Γάλλων φιλολόγων και προπάντων του κορυφαίου Γερμανού βυζαντινολόγου Φ. Ντέλγκερ, ο οποίος, σε συνεργασία με τον καθηγητή I. Καραγιαννόπουλο, δημοσίευσε ένα συστηματικό εγχειρίδιο βυζαντινής δ., τη Βυζαντινή Διπλωματική (1969). Στη βυζαντινή δ. η τεχνική έκδοση των εγγράφων ακολουθεί αυστηρούς κανόνες. To κείμενο εκδίδεται ακριβώς όπως μας παραδόθηκε, με τις τυχόν ανορθογραφίες και τις συντακτικές ή φθογγολογικές του ιδιομορφίες, ενώ οι συντομογραφίες (πολύ συχνές στα παλιά έγγραφα) και κάθε επέμβαση του εκδότη για να αποκαταστήσει γράμματα ή λέξεις που εξαιτίας φθορών της περγαμηνής ή του χαρτιού εξαφανίστηκαν στο μεταξύ δηλώνονται με ειδικά σύμβολα. Ο τρόπος αυτός της έκδοσης ονομάζεται δ. έκδοση. Οι γενικές αυτές αρχές τηρούνται και κατά την έκδοση εγγράφων των πρώτων μεταβυζαντινών αιώνων.
Εκτός από το κύριο έργο της, την απόδειξη δηλαδή της γνησιότητας, την ακριβή έκδοση και τον σχολιασμό των εγγράφων, η βυζαντινή δ. εξετάζει και συναφή ζητήματα: την οργάνωση και τις αρμοδιότητες των πολιτικών και εκκλησιαστικών υπηρεσιών του Βυζαντίου, τους τύπους των διαφόρων εγγράφων και τα προβλήματα σχετικά με τη χρονολόγησή τους, τους τρόπους αποστολής και διαφύλαξής τους, τη γραφική ύλη κλπ.
Ρωμαϊκό στρατιωτικό δίπλωμα (71 μ.Χ.),χαραγμένο σε χάλκινη πλάκα (Εθνική Βιβλιοθήκη, Ρώμη).
Δίπλωμα του πάπα Αλεξάνδρου Β’ (Εθνική Βιβλιοθήκη, Ρώμη).
Χρυσόβουλο του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου (1449), με το οποίο παραχωρούνται προνόμια στους γιους του φιλόσοφου Γεώργιου Γεμιστού-Πλήθωνα. Η ιδιόχειρη υπογραφή του αυτοκράτορα είναι με κόκκινη μελάνη, όπως συνηθιζόταν σε όλα τα χρυσόβουλα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Dictionary of Greek. 2013.